Ακόμη κι αν το όνομα δε σου λέει τίποτα αυτή τη στιγμή, την ξέρεις. Είναι αυτή η αυταρχική, εκφοβιστική περσόνα που υποδύθηκε η Μέριλ Στριπ στο «Ο διάβολος φορούσε Prada», η manager του πάνω ορόφου που όλοι συναντήσαμε στην καριέρα μας. Και τα 10 χρόνια που πέρασαν από τότε που κυκλοφόρησε η ταινία, δύο στοιχεία έμειναν εντελώς άθικτα: το πόσο θεά είναι η Στριπ και πόσο διαχρονική επιλογή αποτελεί αυτό το στυλ ηγεσίας.
Σε έναν (λιγότερο πια αλλά ακόμη) ανδροκρατούμενο κόσμο, το να είσαι “bitch” είναι κάτι σαν απόδειξη ότι μπορείς να είσαι σκληρή και άρα να διοικήσεις, ότι παλεύεις τη γυναικεία φύση σου που χάρη στα στερεότυπα που δε λένε να παλιώσουν, είναι συναισθηματική, σε εμποδίζει να είσαι ψυχρή και να πάρεις δύσκολες αποφάσεις. Επειδή όμως η διοίκηση των επιχειρήσεων είναι τόσο ζωντανή όσοι οι ίδιοι οι άνθρωποι που αποτελούν τις επιχειρήσεις, σήμερα, το να είσαι “bitch” είναι τόσο ξεπερασμένο, όσο τα λίκρα κολάν κι η φράντζα κοκοράκι. Να γιατί:
- Η ηγεσία, σα νοοτροπία, σα πρακτική ή σα χάρισμα, έχει αξιολογηθεί ως το σημαντικότερο χαρακτηριστικό των επιτυχημένων ανθρώπων. Ηγεσία όμως είναι η ικανότητα να εμπνέεις και να παρακινείς ανθρώπους, ώστε να κάνουν αυτό που ζητάς επειδή το θέλουν οι ίδιοι, όχι επειδή φοβούνται και τρέμουν.
- Ο πραγματικά καλός manager προσαρμόζει το στυλ του ανάλογα με την προθυμία και την ικανότητα του εργαζομένου που αντιμετωπίζει, δεν έχει ένα στυλ που κάνει για όλες τις περιπτώσεις. Αυτή η πολύ χρήσιμη θεωρία μας έμαθε ότι ο καλύτερος τρόπος να μετατρέψεις ένα ανερχόμενο αστέρι σε υποψήφιο προς αποχώρηση είναι να απαντήσεις στην προθυμία και την ικανότητά του με στενό μαρκάρισμα και έλεγχο.
- Γιατί στα θεμέλια της παρακίνησης βρίσκεται η αρχή ότι οι άνθρωποι θέλουν ενθάρρυνση όχι επίπληξη, καθοδήγηση όχι εκφοβισμό και ότι ως φύση θέλουν να προοδεύουμε. Επομένως, όλοι εκείνοι οι… απόφοιτοι του πολέμου που λένε ότι με φόβο και με απειλή είναι ο μόνος τρόπος να τους κρατάς σε τάξη γιατί «δε καταλαβαίνουν», πιο πολύ καρικατούρες είναι παρά
- Αν οι εργαζόμενοι πηγαίνουν στη δουλειά τους με/από φόβο, ανεξάρτητα από το αν σωματικά βρίσκονται εκεί, διανοητικά και συναισθηματικά έχουν παραιτηθεί. Στην πραγματικότητα δε συμμετέχουν, αλλά συμμορφώνονται (κάνουν ίσα ίσα ότι χρειάζεται για να μη χάσουν τη δουλειά τους) και αυτή η στάση δε χτίζει επιτυχίες.
- Ειδικά αν είστε, με κάποιο τρόπο, στην παροχή υπηρεσιών (ή έστω έχετε προσωπικό που έρχεται σε απευθείας επαφή με τον πελάτη), οπότε αυτή η δυσαρέσκεια, ο φόβος και το άγχος που προκαλείται από τη τρομακτική σκιά του manager- μπαμπούλα, θα περάσει στον πελάτη. Πάντα περνάει, ως ψυχρό customer service, ως απροθυμία για το κάτι παραπάνω, ή ακόμη κι ως ξεκάθαρο παράπονο. Επειδή η υπηρεσία παράγεται τη στιγμή που καταναλώνεται (δε μπορείς να κρατήσεις στοκ από καλή εξυπηρέτηση και να τη χρησιμοποιήσεις μόλις ξεμείνεις), την εξίσωση ικανοποιημένος υπάλληλος=ικανοποιημένος πελάτης πρέπει να την πάρουμε πολύ στα σοβαρά.
- Δεν είναι τυχαίο ότι στις μετρήσεις που δείχνουν την επιτυχία μιας επιχείρησης είναι κι αυτό που λένε «staff turnover», δηλαδή την ικανότητα της εταιρείας (των managers της στην ουσία) να διατηρούν για πολλά χρόνια το ίδιο προσωπικό. Κάθε υπάλληλος που παραιτείται, αφήνει πίσω του ένα μεγάλο κόστος για την αντικατάστασή του και την εκπαίδευση του νέου, τον «επανασυντονισμό» της ομάδας που πρέπει να υποδεχτεί ένα νέο μέλος και τη μειωμένη παραγωγικότητα που συνεπάγεται.
- Επίσης, ο «πιστός» υπάλληλος, που θέλει και συμμετέχει (διότι η συμμετοχή δεν εξαναγκάζεται) αποτελεί το καλύτερο και το πιο οικονομικό «εργαλείο» του marketing, αφού γίνεται ο ίδιος πρέσβης της εταιρείας αφενός κι αφετέρου αυτή η προθυμία και αφοσίωση μετατρέπεται σε καλύτερη εμπειρία προς τους πελάτες.
- Γι αυτό το management έχει κάνει μια θεαματική στροφή τα τελευταία χρόνια (κι αυτοί που δεν έστριψαν μαζί του έχουν μείνει να κοιτάνε το κενό) προς τα “soft skills”: την ικανότητά μας να επικοινωνούμε, να αναπτύσσουμε σχέσεις και να εμπνέουμε τους ανθρώπους γύρω μας, να είμαστε δημιουργικοί, εν πολλοίς να έχουμε συναισθηματική νοημοσύνη. Απόδειξη είναι αυτή η καταπληκτική δημοσιευμένη διαπίστωση ότι το 25% της εργασιακής επιτυχίας καθορίζεται από τη νοημοσύνη μας και το 75% (!) από τη συναισθηματική μας νοημοσύνη. Σα να λέμε η εκδίκηση της γυναικείας μας φύσης.
- Συνεπώς, η κύρια δουλειά που έχει να κάνει ένας manager είναι να φροντίζει να είναι υψηλό το ηθικό των ανθρώπων του, ώστε να είναι παραγωγικοί και αποδοτικοί, κι αυτό φαίνεται ότι επιτυγχάνεται καλύτερα με την κατανόηση, την ενσυναίσθηση και την επικοινωνία, παρά με τις διαταγές, το micromanagement και το φόβο. Και προβλέπει σημαντική ωριμότητα από την πλευρά του manager, είναι δύσκολο και απαιτητικό, αλλά οκ, αν δε το καταφέρνουν αυτό, πόσο παραγωγικοί και αποδοτικοί είναι τελικά οι ίδιοι;
- Και εν πάση περιπτώσει, είμαστε στην εποχή που οι ταμπέλες τύπου «υπάλληλος», «καταναλωτής» κλπ αντικαθίστανται από αυτό που προσπαθούν να κρύψουν: Οι εταιρείες απευθύνονται σε ανθρώπους, καλύπτουν βασικές, ψυχολογικές ανάγκες, τρέφουν τα όνειρα και τις προσδοκίες, των ανθρώπων όχι των ρόλων που υποδύονται. Η σκέψη ότι κάποιος εν ώρα εργασίας θα δεχτεί πράγματα που προσβάλλουν την προσωπικότητά του, αλλά θα παραμείνει αφοσιωμένος, παρακινημένος και χαρούμενος είναι τόσο ανυπόστατη, που θέλω να γίνω -για μια στιγμή μόνο- Μιράντα Πρίσλεϊ μόνο να για ρωτήσω « Μήπως έπεσες και χτύπησες το κεφαλάκι σου στο πεζοδρόμιο;»
Δημοσιεύτηκε στο Lovelution